συσσωμάτωση

συσσωμάτωση
η
1. συνένωση σε ένα σώμα.
2. ένωση ανθρώπων για κοινό σκοπό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συσσωμάτωση — Ο τρόπος με τον οποίο τα σωματίδια που συνιστούν την ύλη είναι συναθροισμένα μεταξύ τους. Οι παράγοντες που προκαλούν τις διάφορες συσσωματώσεις και απ’ αυτές τις φυσικές ιδιότητες των σωμάτων (ελαστικότητα, συγκολλητικότητα, σκληρότητα, ιξώδες… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • ζωογλοιακός — ή, ό [ζωόγλοια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογλοία («ζωογλοιακή συσσωμάτωση») …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μικανίτης — ο (ηλεκτρολ.) μονωτικό υλικό που παρασκευάζεται με συσσωμάτωση τών φυλλαρίων τής μίκας με βερνίκια τα οποία έχουν ως βάση φυσικές ρητίνες ή συνθετικά υλικά …   Dictionary of Greek

  • νευρολεμφωμάτωση — η (κτην.) λεμφοειδής λεύκωση τών πτηνών που χαρακτηρίζεται από συσσωμάτωση λευκοκυττάρων γύρω από μερικά νεύρα και σε ορισμένα όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurolymphomatosis < νευρ(ο) * + λεμφωμάτωση] …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… …   Dictionary of Greek

  • συμπίεση — Δράση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου ενός σώματος, όπως π.χ. ενός όγκου αέριου, ενός στερεού, ενός υγρού, ή ενός πλάσματος, με κατάλληλες μηχανικές ή ηλεκτρομαγνητικές διατάξεις. Η δράση αυτή προκαλεί μια προσέγγιση των μορίων από τα… …   Dictionary of Greek

  • συσσωματικός — ή, ό, Ν [συσσωματώνω] αυτός που αναφέρεται στη συσσωμάτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”